- ανησυχαστικός
- ανησυχητικός, ή , ό[ν] тревожный, вызывающий тревогу, настораживающий;
ανησυχαστικαί ειδήσεις — тревожные новости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανησυχαστικαί ειδήσεις — тревожные новости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανησυχητικός — ή, ό (και ανησυχαστικός) αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 … Dictionary of Greek